Ο Αιμίλιος Ριάδης ήταν σπουδαίος Έλληνας συνθέτης, αλλά και πιανίστας, ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1880. Το όνομα Ριάδης προέρχεται από το Ελευθεριάδης, που ήταν το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του, ενώ ο πατέρας του ήταν ο αυστροούγγρος χημικός και φαρμακοποιός Χάϊνριχ Κου.
Αρχικά μελέτησε πιάνο και θεωρητικά με τον Δημήτριο Λάλλα, μαθητή του Βάγκνερ. Από το 1908 μέχρι το 1910 σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, ενώ από το 1910 μέχρι το 1915 έζησε στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό μέσω του Ραβέλ και άλλων μεγάλων συνθετών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1915, ανέλαβε τα διδακτικά του καθήκοντα στο Ωδείον Θεσσαλονίκης, τα οποία και συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συνέθεσε όπερες, ημιτελή έργα για ορχήστρα, σκηνική μουσική, θρησκευτική μουσική, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο και πολλά τραγούδια. Ιδιαίτερα χάρη στα τελευταία, τα οποία ενσαρκώνουν συνθετικά την πεμπτουσία του συνθετικού του ύφους και αποτελούν αριστουργηματικά δείγματα του είδους του λόγιου τραγουδιού όπου το ελληνικό στοιχείο παντρεύεται με ανατολίτικες και ιμπρεσιονιστικές επιρροές, αποκαλέστηκε «ο Σούμπερτ της Ελλάδος».
Οι αλλεπάλληλες διορθώσεις και αναθεωρήσεις των χειρογράφων του συνθέτη από τον ίδιο, μαρτυρούν ένα πνεύμα τελειομανές και ανήσυχο, που αναζητούσε διαρκώς το βέλτιστο δυνατό στο πεδίο της συνθετικής δημιουργίας.
Ο Αιμίλιος Ριάδης έφυγε από τη ζωή το 1935, αφήνοντας πίσω του ένα σπουδαίο συνθετικό έργο στο πλαίσιο της ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, αλλά και μία ανεπανάληπτη παρακαταθήκη στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης μέσα από το πολύχρονο διδακτικό του έργο.
Το Αρχείο περιλαμβάνει Φωτογραφίες, Προσωπικές Αφιερώσεις και Παρτιτούρες.